φαληρις

φαληρις
    φαληρίς
    φᾰληρίς
    -ίδος ἥ ион. = φαλαρίς См. φαλαρις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φαληρις" в других словарях:

  • φαληρίς — φαλαρίς coot fem nom sg φαληρίς coot fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρίς — (I) ίδος, ἡ, Α ιων. τ. βλ. φαλαρίδα. (II) ίδος, ἡ, Α βλ. Φαληρεύς …   Dictionary of Greek

  • Φαληρεύς — ὁ, θηλ. Φαληρίς, ίδος, Α ο κάτοικος τού Φαλήρου, Φαληριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Φαληρεύς < Φάληρον + κατάλ. εύς* (πρβλ. Χαλκιδ εύς), ενώ το θηλ Φαληρίς με κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Λεσβ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φαλαρίδα — (falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρίς — Τύραννος του Ακράγαντα, παροιμιώδης για τη σκληρότητά του (6ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πίνδαρου, εξόντωνε τους αντιπάλους του με ιδιαίτερα ωμό τρόπο. Τους έκλεινε στο εσωτερικό ενός χάλκινου ταύρου, ο οποίος στη συνέχεια πυρακτωνόταν… …   Dictionary of Greek

  • ՓԱՂ — (ի, ից.) NBH 2 0925 Chronological Sequence: Early classical գ. φαλάρις, φαληρίς phalaris. որ եւ Փաղարիկ. Թռչուն ջրային եւ քաղցրաձայն՝ նման կարապոյ, բայց սեաւ, նիշ սպիտակ ունելով՝ ʼի ճակատն. թերեւս վասն այնր սպիտակութեանն փայլուն ասացեալ. (զի եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φαληρίδας — φαλαρίς coot fem acc pl φαληρίς coot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρίδι — φαλαρίς coot fem dat sg φαληρίς coot fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαληρίδος — φαλαρίς coot fem gen sg φαληρίς coot fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bhel-1, bhelǝ- —     bhel 1, bhelǝ     English meaning: shining, white     Deutsche Übersetzung: “glänzend, weiß”, also von weißlichen Tieren, Pflanzen and Dingen, as Schuppen, Haut etc     Note: to bhü 1 standing in the same relationship, as stel to stü… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»